- στέρομαι
- Αμού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster- «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ. γερμ. stehlen), γοτθ. stilan «κλέβω». Το σύστημα κλίσης τού ρ. στέρομαι εμφανίζει ποικιλία τ. Αρχικός είναι ο τ. τού ενεστ. στέρομαι, σχηματισμένος από την απαθή βαθμίδα, απ' όπου προήλθαν με πρόσφυμα -η/ē- οι τ. τών άλλων χρόνων: ἐστέρην, στερήσομαι, ἐστερήθην, στερηθήσομαι, ἐστέρησα, στερήσω. Απαντούν, επίσης, και τ. ανώμαλοι όπως ο αόρ. ἐστέρεσα (σχηματισμένος πιθ. κατά το ὤλεσα) και η προστ. σταρέστω, η οποία έχει προέλθει πιθ. από τον τ. στερέσθω με τροπή τού –ε σε -α- πριν από το -ρ- ή, κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταρ- τής ρίζας στερ-. Παρλλ., τέλος, προς τον ενεστ. στέρομαι απαντούν και οι τ. στερῶ* και στερίσκω*].
Dictionary of Greek. 2013.